- γλυκαντζούρα
- η приторность (тж. перен. ); слащавость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκαντζούρα — η η υπερβολική γλυκύτητα (κυριολ. και μτφ.): Όλο νάζια και γλυκαντζούρες είσαι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)